Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
και βώλι και σβώλι, το (AM βωλίον)
μικρός βώλος χώματος
νεοελλ.
μικρός σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος. Ο τονισμός των νεοελλ. τ. βώλι και σβώλι αντί βωλί κατά το οι βώλοι].