βωλί

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source

Greek Monolingual

και βώλι και σβώλι, το (AM βωλίον)
μικρός βώλος χώματος
νεοελλ.
μικρός σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος. Ο τονισμός των νεοελλ. τ. βώλι και σβώλι αντί βωλί κατά το οι βώλοι].