ανατριχιαστικός
From LSJ
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. εκείνος που προκαλεί ανατριχίλα
2. αυτός που προκαλεί φρίκη ή αηδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατριχιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον λογοτέχνη Νικόλαο Επισκοπόπουλο].