ανατριχιαστικός

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. εκείνος που προκαλεί ανατριχίλα
2. αυτός που προκαλεί φρίκη ή αηδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατριχιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον λογοτέχνη Νικόλαο Επισκοπόπουλο].