ἑλλοφόνος
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
English (LSJ)
ον,
A fawn-slaying, of Britomartis, Call.Dian.190.
German (Pape)
[Seite 801] junge Hirsche tödtend, Artemis, Call. Dian. 190.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλλοφόνος: -ον, ὁ φονεύων νεβρούς, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 190, Συλλ. Ἐπιγρ. 5943.
Greek Monolingual
ἑλλοφόνος -ον (Α)
(ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτός που φονεύει ελλούς, ελαφάκια.