οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
ἰθυκτέανος, -ον (Α)(για δέντρο) ψηλός και ευθύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κτέανον «κτήμα, περιουσία»].