Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
ἰθυκτέανος, -ον (Α)(για δέντρο) ψηλός και ευθύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κτέανον «κτήμα, περιουσία»].