καῦρος
From LSJ
English (LSJ)
(on the accent, v. Hdn.Gr.1.193), α, ον,
A = κακός, S.Fr. 1059.
Greek (Liddell-Scott)
καῦρος: (Ἀρκάδ. 69. 21), α, ον, = κακός, Σοφ. Ἀποσπ. 895.
Greek Monolingual
καῡρος και καυρός, -α, -ον (Α)
κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία εικασία είναι προϊόν συμφυρμού τών καύνος και παῡρος].