κεντιά
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
Greek Monolingual
η κεντώ
1. κέντηση
2. οξύς σωματικός πόνος, σουβλιά
3. οξύς πόνος που προέρχεται από τσίμπημα
4. μτφ. ενοχλητικός, δυσάρεστος υπαινιγμός, πείραγμα.