κορφολογώ

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

-άω και κορυφολογώ, -έω (Μ κορυφολογῶ, -έω) κορφολόγος
νεοελλ.
1. κάνω κορφολόγημα) «μια κόρη ρόδα εμάζευε κι αθούς εκορφολόγα», δημ. τραγούδι)
2. χαϊδεύω ερωτικά κοπέλα
μσν.
επιλέγω.