αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(Μ κομματιάζω) κομμάτι
διαμελίζω, τεμαχίζω, κάνω κάτι κομμάτια
νεοελλ.
μέσ. κομματιάζομαι
α) προσπαθώ με όλες τις δυνάμεις μου
β) υφίσταμαι υπερβολική κόπωση.