Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
-ή, -ό λαχταρίζω
1. (για ψάρια) αυτός που σπαρταρά, που είναι ακόμη ζωντανός
2. αυτός που προκαλεί λαχτάρα, επιθυμητός, ελκυστικός («κάτι μήλα λαχταριστά»)
3. γεμάτος αδημονία, αγωνιώδης.
επίρρ...
λαχταριστά
με λαχταριστό τρόπο, με λαχτάρα.