λαχταριστός

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

-ή, -ό λαχταρίζω
1. (για ψάρια) αυτός που σπαρταρά, που είναι ακόμη ζωντανός
2. αυτός που προκαλεί λαχτάρα, επιθυμητός, ελκυστικόςκάτι μήλα λαχταριστά»)
3. γεμάτος αδημονία, αγωνιώδης.
επίρρ...
λαχταριστά
με λαχταριστό τρόπο, με λαχτάρα.