λαχτάρα
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Greek Monolingual
η (Μ λακτάρα)
νεοελλ.
1. ζωηρή επιθυμία, διακαής πόθος («είχα λαχτάρα να τον δω»)
2. χτύπος της καρδιάς, χτυποκάρδι που προέρχεται από αδημονία, αγωνία («με λαχτάρα περίμενε τόσα χρόνια νέα από το παιδί της»)
3. μεγάλος φόβος, τρομάρα, τρεμούλα, ταραχή («περάσαμε μεγάλη λαχτάρα ώσπου να σταματήσει η τρικυμία»)
4. αυτός για τον οποίο αγωνιά κάποιος
5. λαιμαργία, λιχουδιά («ύστερα από τόσες μέρες που είχε να φάει, έφαγε με λαχτάρα τρία πιάτα φαγητό»)
μσν.
εκτίμηση («σοῦ 'χάνε πρῶτα πολλή λαχτάρα», Διγεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαχτάρα < λακτάρα είτε είναι υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. < λακταρίζω ή, κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από λάχτα (< λαχτίζω) + μεγεθ. κατάλ. -άρα, ασχέτως του ποιος τ. προηγείται στην παραγωγική σχέση τών λαχτάρα - λαχταρώ / λαχταρίζω, η σειρά τών λ. αυτών ανάγεται ετυμολογικά στο λακτίζω, απ' όπου και εξελίχθηκε σημασιολογικά].