Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυπρίδιος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de Cypris;
2 p. ext. tendre, amoureux.
Étymologie: Κύπρις.

Greek Monolingual

κυπρίδιος, -ία, -ον (AM) Κύπρις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αφροδίτη
2. αυτός που ανήκει στον έρωτα, ο τρυφερός.