λέκτορας

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

ο (Α λέκτωρ, -ωρος)
νεοελλ.
1. πανεπιστημιακός δάσκαλος που ανήκει στην τέταρτη ιεραρχική βαθμίδα (καθηγητής, αναπληρωτής καθηγητής, επίκουρος καθηγητής, λέκτορας)
2. (στη Γερμανία) αυτός που διδάσκει στο πανεπιστήμιο ξένες γλώσσες
3. (στη Σουηδία) δημόσιος δάσκαλος και παπάς συγχρόνως
4. (στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) αναγνώστης
αρχ.
(στη Ρώμη) δούλος ή απελεύθερος που είχε ως έργο να διαβάζει αναγνώσματα στον κύριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lector < λατ. lego «διαβάζω»].