τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
κρυμμός, ὁ (Μ)
κρύψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ- του κρύβω + κατάλ. -μος (πρβλ. συγκαλυμ-μός, συντριμ-μός), με αφομοίωση του -β- προς το -μ-].