ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
η (AM ἀνέγερσις) ανεγείρωχτίσιμο, ανοικοδόμησηαρχ.-μσν.έγερση από τον ύπνο, ξύπνημα.