μέγαιρα
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
Greek Monolingual
η (Α μέγαιρα)
μία από τις Ερινύες
νεοελλ.
γυναίκα κακή, ιδιότροπη, εριστική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μεγαίρω.