ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
μηροκαυτῶ, -έω (Α)
καίω μηρούς κατά τη διάρκεια θυσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -καυτῶ (< καυτός < καίω), πρβλ. ηλιο-καυτώ, ιερο-καυτώ].