ακατοίκητος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατοίκητος, -ον) κατοικῶ
αυτός που δεν είναι κατοικημένος
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν μπορεί να κατοικηθεί, ο ακατάλληλος να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία
2. μτφ. ανήσυχος, άτακτος (άνθρωπος).