ακατοίκητος
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατοίκητος, -ον) κατοικῶ
αυτός που δεν είναι κατοικημένος
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν μπορεί να κατοικηθεί, ο ακατάλληλος να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία
2. μτφ. ανήσυχος, άτακτος (άνθρωπος).