ἐφ' ὅσον αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted
-η, -ο (Α ἀκατεύναστος, -ον) κατευνάζωνεοελλ.αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατευναστεί, να καταπραϋνθεί«ακατεύναστη οργή»αρχ.αυτός που δεν έχει πέσει στο κρεβάτι, δεν έχει κατακλιθεί.