Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
-ή, -ό ακονίζω1. ο κατάλληλος για ακόνισμα2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ακονιστικάαμοιβή για το ακόνισμα.