ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
ἀκραής, -ὲς (Α)
(για ανέμους) αυτός που πνέει με δύναμη, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + ἄημι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκραεί.