αληθογνωσία
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
η (Α ἀληθογνωσία)
η γνώση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + -γνωσία (< -γνωτος < γιγνώσκω)].
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
η (Α ἀληθογνωσία)
η γνώση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + -γνωσία (< -γνωτος < γιγνώσκω)].