ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
ἁμαξήρης, -ες (Α)1. ο προσαρμοσμένος σε άμαξα2. κατάλληλος για άμαξες, αμαξιτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ήρης < ἀραρίσκω «ενώνω, συνδέω»].