αμαλγάμωση

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ή αμαλγαμάτωση, η Χημ.
1. ο σχηματισμός κράματος που αποτελείται από υδράργυρο και ένα άλλο ή άλλα μέταλλα
2. επικάλυψη αντικειμένων με αμάλγαμα
3. η διαδικασία για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, κατά την οποία σχηματίζεται κράμα του επιθυμητού μετάλλου με τον υδράργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί του ορθτ. (από το θ. της γεν. αμαλγαματ-) αμαλγαμάτωση, η].