Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
-α, -ο (Α ἁμαξόβιος, -ον)
1. (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την άμαξα και ως κατοικία
2. αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του επάνω σε άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + βίος.