αμφιπλέκω
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Greek Monolingual
ἀμφιπλέκω (Α)
πλέκω ολόγυρα, περιτυλίσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλέκω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίπλεκτος.
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
ἀμφιπλέκω (Α)
πλέκω ολόγυρα, περιτυλίσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλέκω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίπλεκτος.