Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
ἀμφιπλέκω (Α)πλέκω ολόγυρα, περιτυλίσσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλέκω.ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίπλεκτος.