ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
ἀμφίστημι (Α)
1. ενεργ. τοποθετώ ολόγυρα
2. παθ. ἀμφίσταμαι τοποθετούμαι, στέκομαι ολόγυρα
3. μέσ. ανιχνεύω, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ἵστημι.