αναγκαιώ
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(-όω) αναγκαίος
1. είμαι αναγκαίος, απαραίτητος, χρειάζομαι
2. (το ουδ. πληθ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα αναγκαιούντα τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή, τα χρειώδη.