Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναρρίχηση

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

η (Α ἀναρρίχησις)
το σκαρφάλωμα
νεοελλ.
1. αθλητικό αγώνισμα με σκαρφάλωμα σε δοκό ή σχοινί
2. μτφ. το να ανέλθει κανείς διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρριχώμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναρριχητικός].