Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
ο, θηλ. ανατολίτισσα
1. ο κάτοικος χώρας της Ανατολής ή αυτός που κατάγεται από εκεί
2. άτομο με ψυχολογία, νοοτροπία και συνήθειες της Ανατολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ανατολή. Η λ., στον πληθ., μαρτυρείται στον Δ. Βικέλα].