ανεκπαίδευτος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
-η, -ο
εκείνος που δεν έχει εκπαιδευθεί, ακατάρτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Στέφανο Ξένο, λόγιο καί πεζογράφο].