ἀνοιδίσκω
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
A make to swell, σῖτον Thphr. CP4.13.7:—Pass., = ἀνοιδέω, Hp.Acut.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοιδίσκω: κάμνω τι νὰ ἐξογκωθῇ, νὰ φουσκώσῃ, σῖτον Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 7: - Παθ., ἀνοιδέω, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385.
Spanish (DGE)
hacer hincharse (σῖτον) Thphr.CP 4.13.7
•en v. med. hincharse de la tisana de cebada οὔτε ἀνοιδίσκεται ἐν τῇ κοιλίῃ Hp.Acut.10
•inflamarse de las partes que rodean a una herida, Hp.Vlc.10.
Greek Monolingual
ἀνοιδίσκω (Α)
1. κάνω κάτι να φουσκώσει
2. (με παθ. σημ.) ανοιδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οιδίσκω «εξογκώνω, φουσκώνω»].