αντιπέμπω

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

ἀντιπέμπω (Α)
1. στέλνω απάντηση
2. στέλνω πίσω ήχο, αντηχώ
3. στέλνω κάτι ως ανταμοιβή
4. φρ. «ἀντιπέμπω στρατιάν» — στέλνω στρατό εναντίον κάποιου
5. στέλνω κάποιον για ν' αντικαταστήσει κάποιον άλλο.