αντιπέμπω

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source

Greek Monolingual

ἀντιπέμπω (Α)
1. στέλνω απάντηση
2. στέλνω πίσω ήχο, αντηχώ
3. στέλνω κάτι ως ανταμοιβή
4. φρ. «ἀντιπέμπω στρατιάν» — στέλνω στρατό εναντίον κάποιου
5. στέλνω κάποιον για ν' αντικαταστήσει κάποιον άλλο.