ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
η (Α ἀνυπαρξία)το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται κάποιος ή κάτι.