αποθεώνω

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek Monolingual

(AM ἀποθεῶ, -όω)
θεοποιώ κάποιον, από θνητό τον μεταβάλλω σε αθάνατο
νεοελλ.
1. αποδίδω σε κάποιον θεϊκές τιμές, τον τιμώ σαν θεό
2. εκθειάζω, εξυμνώ, περιβάλλω με δόξα
3. υποδέχομαι κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, τον ζητωκραυγάζω
4. ταλαιπωρώ μέχρι θανάτου, σκοτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + θεώ < θεός.