αποτινάζω
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
κ. -τινάσσω (AM ἀποτινάσσω)
1. τινάζω, πετώ μακριά κάτι
2. απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάτι ανεπιθύμητο
νεοελλ.
τελειώνω το τίναγμα
(αρχ.-μσν) (-ομαι) απομακρύνω από τον εαυτό μου τα άχρηστα.