Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποτινάζω

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source

Greek Monolingual

κ. -τινάσσω (AM ἀποτινάσσω)
1. τινάζω, πετώ μακριά κάτι
2. απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάτι ανεπιθύμητο
νεοελλ.
τελειώνω το τίναγμα
(αρχ.-μσν) (-ομαι) απομακρύνω από τον εαυτό μου τα άχρηστα.