ἀπροσπέλαστος
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
ον,
A unapproachable, Str.1.2.9, Plu.Ant.70.
German (Pape)
[Seite 339] unnahbar, Strab. 1, 2 p. 20, von einem Hafen; Plut. Ant. 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσπέλαστος: -ον, ἀπλησίαστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Στράβ. 20, Πλουτ. Ἀντών. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inabordable.
Étymologie: ἀ, προσπελάζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 intocable de pers., Apollon.Lex.5, Apio ad Hom.1, οἱ θεοί Sch.A.Th.795-796
•del veneno entregado por Neso a Deyanira que no debe ser tocado ἀπροσπέλαστον πυρός Sch.S.Tr.686P.
2 de lugares inaccesible τὰ περὶ τὸν πορθμὸν ἀπροσπέλαστα Str.1.2.9, del oráculo de Delfos por causa de la serpiente, Plu.2.414b, ἄκραι Poll.1.115, cf. Sch.Pi.P.1.40, Sch.A.R.1.574, Sch.Hes.Th.151, Hsch., c. dat. ἀπροσπέλαστον ἀνθρώπῳ ... τὸν τάφον Plu.Ant.70.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσπέλαστος, -ον) προσπελάζω
(κ. μτφ.) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απρόσιτος.