Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
η (Μ ἀραθυμία)1. νωθρότητα, τεμπελιά2. λιποθυμία3. κακή διάθεσηνεοελλ.1. στενοχώρια, θλίψη2. σφοδρή επιθυμία.