αραθυμιά

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

η (Μ ἀραθυμία)
1. νωθρότητα, τεμπελιά
2. λιποθυμία
3. κακή διάθεση
νεοελλ.
1. στενοχώρια, θλίψη
2. σφοδρή επιθυμία.