αρματολίκι
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
το
1. περιφέρεια που υπάγεται στη δικαιοδοσία του αρματολού
2. το αξίωμα του αρματολού
3. (περιλπτ.) οι αρματολοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρματολός].