ἀσύννους
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
German (Pape)
[Seite 380] unüberlegt, Plat. Soph. 267 d.
Spanish (DGE)
-ουν desconsiderado, ἀγρία Pl.Sph.267d.
Greek Monolingual
ἀσύννους, -ουν και -οος, -οον) (Α) σύννους
ασυλλόγιστος, άλογος, παράλογος.