ατού
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
το
1. (στο χαρτοπαίγνιο) το χαρτί που υπερισχύει των άλλων, που κερδίζει
2. μέσο επιτυχίας ή ισχυρό επιχείρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. atout < (πρόθεση) ὰ + tout «όλο»].