ατρέκεια

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

ἀτρέκεια και ιων. τ. ἀτρεκίη, -κείη, -κηΐη, η (Α) ατρεκής
1. αλήθεια, πραγματικότητα, βεβαιότητα
2. (η αιτ. ως επίρρ.) τὴν ἀτρέκειαν
με βεβαιότητα
3. (στον Πίνδαρο) προσωποποίηση της δικαιοσύνης.