ατρεκής
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
ἀτρεκής, -ές (Α)
Ι. 1. πραγματικός, αληθινός
2. ασφαλής, σταθερός
3. (για πρόσωπα) δίκαιος, αυστηρός
4. (το ουδ.) το ἀτρεκές
α) «ατρέκεια», αλήθεια, δικαιοσύνη
6) (ως επίρρ.) ακριβώς, στην πραγματικότητα
II. επίρρ. ἀτρεκέως
αληθινά, με ειλικρίνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν αποδοθεί στη λ. ατρεκής αρχική σημασία «ο μη στραμμένος, διαστρεβλωμένος», από την οποία εξελίχθηκε σε «σωστός, ακριβής», τότε πιθ. προέρχεται από α- στερ. και ουδ. τρέκος «στροφή», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. tarku- «ρόκα, αδράχτι», λατ. torquēo «στρέφω, στρεβλώνω» (πρβλ. άτρακτος). Το επίθ. ατρεκής χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τις λ. αλάθεια, καιρός, αριθμός, δίαιτα, μαρτυρείται δε στον Ηρόδ. και τον Ιπποκρ. και ποτέ στον αττικό πεζό λόγο, όπου αντικαταστάθηκε από τις λ. ακριβής, ακρίβεια].